ζωισίτης

ζωισίτης
Ορυκτό πυριτικό άλας του ασβεστίου και του αργιλίου, με χημική σύσταση Ca2Al3(SiΟ4)3(ΟΗ). Η βάση της δομής του είναι τα διπλά τετράεδρα των ριζών (SiO4)-4 και κρυσταλλώνεται στο ρομβικό σύστημα σχηματίζοντας πρισματικούς κρυστάλλους. Έχει λάμψη γυαλιού ή μαργαριταριού, χρώμα λευκό, τεφρό, ρόδινο, κιτρινωπό ή πρασινωπό, σκληρότητα 6-6,5 και ειδικό βάρος 3,25-3,37. Είναι μεταμορφωσιγενές ορυκτό και συναντάται σε κρυσταλλοσχιστώδη πετρώματα, συχνά με τη μορφή συσσωματωμάτων με υφή κοκκώδη, ινώδη και ενίοτε ακτινωτή. Κυριότερα κοιτάσματά του βρίσκονται σε Αυστραλία, Γερμανία, Γροιλανδία, Μεξικό, Ιταλία, Νορβηγία, Ελβετία και ΗΠΑ. Στην Ελλάδα παρουσιάζεται στον σωσσυριτικό γάββρο και στη Σύρο σε φλέβες με επίδοτο και χαλαζία.
* * *
ο
(ορυκτ.) πυριτικό ορυκτό τού ασβεστίου και αργιλίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < όνομα του βαρώνου Ζίγκισμουντ Τσόις φον Έντελσταϊν (Sigismund Zois von Edelstein)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δυναμομεταμόρφωση — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωλογία για να περιγράψει τις βαθιές οριστικές μεταβολές που προκαλούνται στα πετρώματα της επιζώνης της λιθόσφαιρας και οφείλονται κατά κύριο λόγο στον παράγοντα πίεση, η οποία προκαλείται ως συνέπεια των ισχυρών… …   Dictionary of Greek

  • τανζανίτης — ο, Ν (ορυκτ.) βαθυκύανη ποικιλία τού ορυκτού ζωισίτης, που αποτελεί πολύτιμο λίθο …   Dictionary of Greek

  • επίδοτο — Πυριτικό ορυκτό που παρουσιάζεται σε διάφορες ποικιλίες οι οποίες αποτελούν έτσι μια οικογένεια. Η βασική μορφή του ορυκτού περιέχει ασβέστιο, αργίλιο, σίδηρο, πυρίτιο, οξυγόνο και υδρογόνο με χημικό τύπο [Ca2(Fe,Al) Al2(SiO4)(SiO7)O(OH)]. Η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”